Από OrthodoxWiki
Φωτο από το blog μας
Καισαροπαπισμός ονομάζεται το σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία οφείλει να είναι υποταγμένη στην απόλυτη εξουσία του καίσαρα, δηλαδή του κράτους[1]. Αν και το σύστημα αυτό χαρακτήριζε κυρίως τα ειδωλολατρικά κράτη (όπως π.χ. οι μεγάλες θεοκρατικές μοναρχίες της Ανατολής, Αίγυπτος κλπ.)[2], εν τούτοις η βαθύτερη εξέτασή του είναι αναγκαία και στην περίπτωση του Χριστιανισμού.
Ως γνωστόν, ο χριστιανισμός γεννήθηκε και διαδόθηκε ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία και μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με το πνεύμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και υπέστη διωγμούς. Ωστόσο, μετά την αναγνώριση της Χριστιανικής θρησκείας πολιτειακά από τον Μέγα Κωνσταντίνο, αρχίζουν οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας "να παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που η εξέλιξη της απομάκρυνε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την όλη υπόθεση από τις βασικές αρχές, που ήταν αρχικά και παρέμεναν στη συνέχεια, τουλάχιστο θεωρητικά, αποδεκτές στην Ανατολή"[3].
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όμως, δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική[4], είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[5].
Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[6], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[7]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[8].
Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων[9].
Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[10] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[11].
Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[10] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[11].
Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: προτίμησε την εξορία (όπου και πέθανε από κακουχίες) παρά να συμβιβαστεί με τις καταχρήσεις εξουσίας από τους ανθρώπους του παλατιού. Εξόριστος, έκανε εράνους με αλληλογραφία στην ΚΠολη (με τη βοήθεια της συνεργάτισσάς του αγίας Ολυμπιάδας της διακόνισσας) και απελευθέρωνε ομήρους από τους ληστές. |
Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[16] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[17] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών" εφόσον βέβαια, "αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[18].
Μέγας Αθανάσιος: ήταν επίσκοπος 46 χρόνια, τα 17 από τα οποία ήταν εξόριστος, επειδή αντιστάθηκσε στους αυτοκράτορες για θέματα πίστης (φωτο από εδώ). |
- Απέτυχε ο Μ. Κωνσταντίνος όταν "επέβαλε τον αρειανισμό"[24] αλλά και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού" και "εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[25].
- Απέτυχε η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού". Η προσπάθεια αυτή "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[26].
- Απέτυχε ο σφετεριστής Βασιλίσκος να επιβάλει "τον Μονοφυσιτισμό"[27], όπως και όταν "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[28].
- Το ίδιο συνέβη όταν ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[29] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[30] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[31].
- Απέτυχε και ο Ιουστινιανός όταν "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[32] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[33] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[34].
- Απέτυχε και ο Ηράκλειος όταν "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[35] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[36].
- Επίσης απέτυχαν ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι" όταν επέβαλαν "την εικονομαχίαν"[37] (η οποία μάλιστα εκφυλίσθηκε όταν έμεινε "χωρίς την αυτοκρατορική υποστήριξη"[38]).
- Δεν έγινε αποδεκτή η "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους" αφού "βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου [...] αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[39].
- Απέτυχε η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν"[40] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[41].
Άγ. Θεόδωρος Στουδίτης (έργο Γ. Γκαργκάσουλα). Αντιστάθηκε όχι μόνο στην Εικονομαχία, εισπράττοντας μαστιγώσεις, φυλακίσεις και εξορίες, αλλά και στον εικονόφιλο αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ, αντιδρώντας σε ζητήματα όπως ο (πολιτικός) διωγμός των παυλικιανών (πολεμικής+θρησκευτικής αίρεσης, εχθρών του Βυζαντίου). |
Άλλωστε "ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών...δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της Ιερωσύνης"[43]. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, με την έννοια της υποταγής της Εκκλησίας στην Πολιτεία[44]. Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, "η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium) [...] και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στό άλλο"[45].
Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:
- "Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[46].
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής" και "των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[47]. Ασφαλώς, η μικροσκοπική "εξέταση των ιστορικών γεγονότων δείχνει πως καισαροπαπικές επιβολές έγιναν πάμπολλες, σε περιπτώσεις κυρίως διοικητικές και σε εκλογές εκκλησιαστικών ηγετών"[48]. Εξετάζοντας όμως με μια "μακροσκοπική θεώρηση" τη σύγκρουση αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας[49], ο "καισαροπαπισμός δεν κατόρθωσε τίποτα ουσιαστικό σε σοβαρά ζητήματα της Αυτοκρατορίας"[50], ιδιαίτερα σε εκείνα τα οποία η Εκκλησία θεωρούσε ως ζωτικής σημασίας[51], με αποτέλεσμα, η αυτοκρατορική εξουσία να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[52].
Οι νεομάρτυρες του Αγ. Όρους, που θανατώθηκαν το 1274 από τον αυτοκράτορα Μιχ. Παλαιολόγο, γιατί αντέδρασαν στην ψευτο-ένωση των Εκκλησιών (κατ' ουσίαν υποταγή στον πάπα). Φωτο και άρθρο εδώ. Ο Βυζαντινός στρατός έκαψε τους μοναχούς της μονής Ζωγράφου, έσφαξε αυτούς της μονής Βατοπαιδίου και έπνιξε στη θάλασσα εκείνους της μονής Ιβήρων, ενώ θανάτωσε τον άγ. Κοσμά τον "Πρώτο" στις Καρυές κ.ά. |
- "Και ουδείς των βασιλέων ηδυνήθη μέσαις φωναίς πείσαι τους θεηγόρους πατέρας συμβιβασθήναι τοις επί αυτών αιρετίζουσιν αλλά ταις τραναίς και κυρίαις και καταλλήλοις τω ζητουμένω δόγματι εκέχρηντο, λέγοντες προφανώς ότι ιερέων εστί το ζητείν και ορίζεσθαι περί των σωτηρίων δογμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Και είπας· τι ουν; ουκ έστι πας βασιλεύς χριστιανός και ιερεύς; Και είπον ουκ έστιν ουδέ γαρ παρίσταται θυσιαστηρίω"[55].
Στην πραγματικότητα, ο χαρακτηρισμός του βυζαντινού συστήματος ως καισαροπαπισμός, είχε σκοπό δυσφημιστικό, τελικά όμως "απορρίφθηκε εμφαντικά από πολλούς ικανούς μελετητές του Βυζαντίου σαν πλήρης παρανόηση, σαν προκατειλημμένος αναχρονισμός"[56]. Σε αιρετικούς αυτοκράτορες δεν υπήρξε υπακοή[57]. Σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (+373), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ο Μάξιμος ο Ομολογητής (+662), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+750), ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (+826), αντιστάθηκαν στην αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, η μνήμη πολλών αυτοκρατόρων, ειδικά του Κωνσταντίου του Α΄ (337-361), του Λέοντος του Γ΄ (717-741), του Κωνσταντίνου του Ε΄ (του Κοπρωνύμου) (741-775) και του Μιχαήλ του Η΄ (1250-1282), αναθεματίστηκαν επίσημα, επειδή υποστήριξαν ετερόδοξες διδασκαλίες[58].
Υποσημειώσεις
- ↑ "Kαισαροπαπισμος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
- ↑ "καισαροπαπισμός", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
- ↑ Ζαχαρόπουλος Νίκος, Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, τόμ. Α'-Εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 65.
- ↑ "Δεν υπήρξε βυζαντινή θεοκρατία, εφ' όσον θεοκρατία υφίσταται όπου ταυτίζεται ο θείος με τον ανθρώπινον νόμον και όπου ταυτίζεται ο θρησκευτικός με τον πολιτικόν άρχοντα. Εις το Βυζάντιον δε δεν παρατηρείται ούτε το εν ούτε το άλλο. Επομένως άλλως πρέπει να τεθούν τα πράγματα..." (Χρήστου Παναγιώτης, στο περιοδ. Κληρονομία, τόμ. 5, τεύχ. 2 (ΙΟΥΛ 1973), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 436).
- ↑ Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
- ↑ βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
- ↑ (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
- ↑ "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
- ↑ Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
- ↑ Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
- ↑ ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
- ↑ Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία..., στο ίδιο, σελ. 428
- ↑ στο ίδιο, σελ. 430
- ↑ στο ίδιο, σελ. 431
- ↑ Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.
- ↑ Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
- ↑ ό.π., στ. 2.
- ↑ ό.π..
- ↑ Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
- ↑ "caesaropapism", Britannica, ό.π..
- ↑ Στο ίδιο.
- ↑ Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.
- ↑ Meyendorff John, Παπαδάκης Αριστείδης, Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού. Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 341.
- ↑ Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
- ↑ Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.
- ↑ Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
- ↑ λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
- ↑ Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
- ↑ Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
- ↑ ΘΗΕ, ό.π..
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
- ↑ ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
- ↑ Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
- ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
- ↑ ΘΗΕ, ό.π..
- ↑ Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
- ↑ ΘΗΕ, στο ίδιο.
- ↑ Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 788.
- ↑ Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
- ↑ ΘΗΕ, ό.π..
- ↑ Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
- ↑ Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
- ↑ Φλορόφσκυ Γεώργιος, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 333.
- ↑ Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 73.
- ↑ Ware Κάλλιστος, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π.
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
- ↑ λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
- ↑ Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 457.
- ↑ Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
- ↑ Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 457.
- ↑ Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
- ↑ Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397: "Αs we have shown, the emperor was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments".
- ↑ Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).
- ↑ Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 456.
- ↑ Μαξίμου Ομολογητού, Εξήγησις της κινήσεως, PG 90,117ΑΒ.
- ↑ Φλορόφσκυ Γεώργιος, Χριστιανισμός και πολιτισμός (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 98.
- ↑ Μέγιεντορφ Ιωάννης, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης), Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 19.
- ↑ Μέγιεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά..., ό.π.
Πολύ ωραίο το άρθρο σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ. Δεν είναι δικό μου φυσικά, αλλά από την "Ορθόδοξη Wiki".
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύχομαι καλή συνέχεια, με ευλογία Θεού.
ΥΓ. Ωραίο το ψευδώνυμό σας. Ευχαριστώ & πάλι.