Περίβλεπτος / Σημεία Καιρών
«Πρόσεξε μετρώντας προς τα επάνω …
[Απ’ το έργο «ΡΟΔΟΣΤΑΓΜΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ»]
Περίβλεπτος / Σημεία Καιρών
«Πρόσεξε μετρώντας προς τα επάνω …
[Απ’ το έργο «ΡΟΔΟΣΤΑΓΜΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ»]
Η Β΄Κυριακή της Μ. Σαρακοστής είναι η Κυριακή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά (Β΄ Νηστειών), του σοφού και ειρηνοποιού μοναχού και επισκόπου Θεσσαλονίκης, που (απέναντι στις αντίθετες απόψεις που είχαν έρθει από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) υποστήριξε την ορθόδοξη άποψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί με το Θεό και μάλιστα ότι ακόμη και το σώμα μας ενώνεται με το Θεό και γίνεται άγιο. [Από: Οι Κυριακές της Μ. Σαρακοστής].
Περισσότερα:
1) ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ
2) ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Έχουν δικαιώματα και τα παιδιά των χριστιανών Ελλήνων!
Σε εποχές όπου η Ελληνική Πολιτεία ενισχύει αδιάκριτα τα δικαιώματα κάθε είδους κοινωνικών ομάδων, προβάλλει λογικό το αίτημα για ενίσχυση από την Ελληνική Κυβέρνηση και συγκεκριμένα από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της χώρας μας, με στόχο την ισχυρή πνευματική θωράκιση της μαθητιώσας νεολαίας απέναντι σε κάθε είδους παρακμιακά και εκφυλιστικά φαινόμενα.
Στα πλαίσια αυτά οι γονείς και οι κηδεμόνες των ελληνοπαίδων, η Ιεραρχία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και κάθε άλλος υπεύθυνος φορέας, οφείλουν να απαιτήσουν από την Ελληνική Κυβέρνηση, την ενίσχυση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της χώρας μας. Όλοι έχουμε υποχρέωση και μάλιστα, όταν η Πολιτεία νομοθετεί αντίθετα προς την Ορθόδοξη πίστη μας, να απαιτούμε με κάθε νόμιμο τρόπο, από την πλευρά της Κυβέρνησης, αντισταθμιστικά μέτρα με πνευματικό πρόσημο που θα αναδεικνύουν και θα τονώνουν το Ορθόδοξο Χριστιανικό πιστεύω ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο της μαθητιώσας νεολαίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινούμενη η Ελληνική Κυβέρνηση, αν θέλει να είναι αντικειμενική και να συμπεριφέρεται ισότιμα προς κάθε πολίτη της χώρας μας, θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε δύο σημαντικές διορθωτικές κινήσεις – πρωτοβουλίες οι οποίες και θα αναδεικνύουν την βούλησή της να μην αποκοπεί, οριστικά και αμετάκλητα, από το εκλογικό σώμα που διέπεται από χριστιανικές αρχές και το οποίο την στήριξε και την στηρίζει μέχρι τώρα εκλογικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις δικών της στελεχών(1). Συγκεκριμένα οφείλει η Ελληνική Κυβέρνηση δια του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων να μεριμνήσει για:
Εξυπακούεται ότι είναι επιβεβλημένη η άμεση αποδοχή από την Πολιτεία των παραπάνω αντιπροτάσεων ως αντιστάθμισμα στα όσα, τραγικά, νομοθετούνται στις μέρες μας. Εξάλλου, η ίδια η Πολιτεία ήδη προχώρησε σε γενναία μέτρα ενίσχυσης του θεσμού της οικογένειας, ως αντίβαρο στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της, με τις οποίες θεσμοθετεί στην ελληνική έννομη τάξη τον γάμο μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου.
Αιτούμαστε, επίσης, και την συνηγορία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπέρ των παραπάνω προτεινόμενων δίκαιων αιτημάτων, καθόσον, μάλιστα, είναι υπεύθυνη από τον Καταστατικό της Χάρτη(2) και για την εποπτεία επί του δογματικού περιεχομένου των διδασκομένων βιβλίων του Ορθοδόξου μαθήματος των Θρησκευτικών.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει λοιπόν, να εντάξει στις απαιτήσεις της από την Πολιτεία, όχι μόνο μέτρα οικονομικής φύσεως, αλλά και μέτρα πνευματικού περιεχομένου.
Να σημειώσουμε ακόμη, ότι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος Β,΄ στην Τακτική Συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 6/10/2015, είχε τονίσει μεταξύ άλλων και τα παρακάτω ενδιαφέροντα, προφητικά και πολύ σημαντικά:
«Η Εκκλησία μας δεν παγιδεύθηκε ποτέ, και δεν θα παγιδευθεί σε μονομερείς χωρισμούς μεταξύ του αγιαστικού και του φιλανθρωπικού της (με την γενικότερη έννοια) έργου.
Στην Ορθόδοξη παράδοση, η διακονία του ανθρώπου έχει πάντοτε, τελικό στόχο τον αγιασμό και τη σωτηρία του και υλοποιείται, ως έμπρακτη εφαρμογή της καινής εντολής της αγάπης. Φυσική συνέπεια του χριστοκεντρικού αγαπητικού ήθους της Εκκλησίας είναι και η μέριμνα για όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου και, ιδιαίτερά, της παιδείας, εκπαίδευσης και ανατροφής των παιδιών της.
Φαινόμενα όπως το πρόσφατο επεισόδιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, φοβάμαι ότι είναι η αιχμή του δόρατος. Φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι εδώ και οι Ευρωπαίοι, εκμεταλλευόμενοι την δεινή μας οικονομική κατάσταση, στα πλαίσια της ρυθμίσεως των οικονομικών μας σχέσεων, δεν θα παραλείψουν αλλά αντιθέτως, θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας μας, αρχίζοντας από την σχολική μας εκπαίδευση. Το τραγικό είναι ότι οι εχθροί μας δεν είναι πλέον πέρα και μακριά, είναι εντός των τειχών μας. Το βλέπουμε, το οσφραινόμαστε.
Εάν όμως υπάρχουν δεσμεύσεις και σχεδιασμοί, που αποσκοπούν, όπως ψιθυρίζεται ζωηρά, στην αλλοίωση της μορφής της κοινωνίας μας και, μάλιστα, στην υποτίμηση της Ιστορίας και των Παραδόσεών μας, το ξεθεμελίωμα του θεσμού της οικογένειας και την επιβολή της διαστροφής, την περαιτέρω υποβάθμιση της γλώσσας μας και την περιφρόνησή του από αιώνες πολιτισμού μας, της πατρίδος μας, των οσίων και των ιερών μας• αν όλα αυτά είναι μέσα στα «προαπαιτούμενα» (πράγμα ακατανόητο), τότε η Ιεραρχία, ο κλήρος, ο ευσεβής και πιστός ελληνικός λαός, θα γίνουμε ανάχωμα, τείχη οχυρά.
Τότε θα αποδειχθή αληθινή η φράση του Μακρυγιάννη «η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον».
Στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε είναι λοιπόν, δίκαιο και επιτακτικό το αίτημα «η Ιεραρχία, ο κλήρος, ο ευσεβής και πιστός ελληνικός λαός, να γίνουμε ανάχωμα, τείχη οχυρά», απέναντι σε κάθε προσπάθεια ξεθεμελιώματος του ελληνορθόδοξου τρόπου ζωής, με συγκεκριμένες και στοχευμένες προτάσεις, που να υπηρετούν, γνήσια, και να ενισχύουν δυναμικά το πνεύμα της ελληνορθόδοξης πορείας του Γένους μας, απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστικό ορυμαγδό του σύγχρονου δικαιωματισμού, που προσβάλλει την Ορθόδοξη πίστη και ζωή.
Υποσημειώσεις:
Σύμφωνα με το Κεφάλαιον Β´ Περί της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, Άρθρον 4, Η Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος εις την Εκκλησίαν. Ειδικώτερον αύτη: α) Μεριμνά διά την τήρησιν των Δογμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως, των Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων, διά την ενότητα της Πίστεως…, β) Μελετά και αποφασίζει περί των ληπτέων μέτρων διά την πραγμάτωσιν της κατά Χριστόν ζωής του ιερού Κλήρου και του Χριστεπωνύμου λαού.
Και σύμφωνα με το Κεφάλαιον Γ´, Περί της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, Άρθρον 9, παρ. ε) Η Δ.Ι.Σ., ως Διαρκές Διοικητικόν Όργανον της Εκκλησίας, παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ο Σπύρος (ή Σπυρίδων) Λούης (12 Ιανουαρίου 1873 – 26 Μαρτίου 1940) ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και εθνικός ήρωας. Γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς τότε που ακόμα δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο μαραθώνιος, άθλημα που δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε. Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ήταν κατενθουσιασμένοι για το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήταν να δηλώσουν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893-1895). Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας, διοργανώθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3 ώρες, 18 λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα. Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον είχε πείσει να δηλώσει συμμετοχή, και ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη.
Στις 10 Απριλίου (ή στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), ο Μαραθώνιος ήταν να πραγματοποιηθεί.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό (Albin Lermusiaux) που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση. Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Τέντι Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη.
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά όταν ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην!»
Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κερνάγανε κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Δεν ξέρουμε αν τελικά τα πήρε όλα αυτά τα δώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό».
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.
Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Στο ντοκιμαντέρ Ολυμπία – Η γιορτή των εθνών εμφανίζεται ο Λούης σε πρώτο πλάνο όταν πήρε μέρος στην εορταστική εναρκτήρια τελετή των αγώνων. Παρελαύνει κατά την είσοδο της ελληνικής ομάδας.
Μπροστά πηγαίνει ένα αγοράκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας (γερμ. Griechenland), ακολουθούμενο από τον σημαιοφόρο που κρατάει την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά έρχεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Η φορεσιά αυτή, έχει δωρηθεί και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Πολλές αθλητικές λέσχες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό φέρουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, τον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.
ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org/wiki/Σπύρος_Λούης
ΑΔΕΙΑ : https://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/deed.el#
σχόλιο Γιώργος Θαλάσσης: Αντισυμβατικός, επαναστατικός, σχεδόν παρεξηγήσιμος, φιλόσοφος της Ρωμιοσύνης. Πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος σε μια τρομερή και ανεπανάληπτη ομιλία, για τον Ελληνισμό που έχει την δύναμη να μετασχηματίζει και να ελληνοποιεί τα πάντα
-Μας επιβάλανε εθνικό κράτος οι Δυτικοί μετά την απελευθέρωση γιατί φοβόντουσαν την ανάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
-Ο Ελληνισμός θα παίξει ένα πολύ σημαντικό ρόλο κατά της παγκοσμιοποίησης στον κόσμο που έρχεται
-Το Βυζάντιο και η Δύση
-Η Δύση και σήμερα περιμένει από τον Ελληνισμό την σωτηρία!
-Τα σκοτεινά κέντρα έχουν τα σκοτεινά σχέδιά τους αλλά σημασία έχει τι θα κάνουμε εμείς
-Αυτοί που ετοιμάζουν αυτό το “τσαλάκωμα” που έρχεται, δεν έχουν υπολογίσει πόσο ισχυρές είναι κάποιες παραδόσεις
-Η Μεγάλη Ιδέα, η προβολή του Ορθόδοξου Ελληνισμού στην Δύση, θα γίνει πάλι με ένα πνευματικό τρόπο. Δεν μπορεί να γίνει με τα όπλα και με διεκδικήσεις και αλυτρωτισμούς, εκτός αν το θέλει ο Θεός…
Χτυπιέται η Ορθοδοξία αλλά μην είστε απαισιόδοξοι. Ο πατέρας Παΐσιος ήταν αισιόδοξος
Ορθοδοξία και διαφορές με τους Παπικούς - πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος
Δείτε και:
Αναζητώντας τη Ρωμιοσύνη (ως νέα πολιτική και πολιτισμική πρόταση)Το 3ο βίντεο, από Vasiliki Kazi, ίσως να μη σας αρέσει. Εμένα μου άρεσε (και ως ιδέα) και γι' αυτό το αναδημοσιεύω. Ευχαριστώ θερμά. Βοήθειά μας η χάρη της Παναγίας μας. Και του χρόνου λεύτεροι.
Του Δημητρίου Νατσιού, Προέδρου της ΝΙΚΗΣ (από εδώ)
«Στὸν τόπο ποὺ κρεμοῦσαν οἱ καπεταναῖοι τ’ ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τα νταούλια». Αυτή η παροιμία μου έρχεται στο νου, όταν γιορτάζουμε το «ἄφραστον θαῦμα» της Επανάστασης του ’21. Σκαλίζω στο χαρτί τα ονόματα των ηρώων που μας νεκρανάστησαν και ντρέπομαι για την σημερινή κατάντια μας.
Τότε ξεσηκώθηκε το Γένος, λέξη που μοσχοβολά, θυμίζει εκείνο τον νεκρώσιμο ψαλμό της Αυτοκρατορίας μας «σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις/ πάλε μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλε δικά μας θά ‘ναι», ψαλμός χαρμολύπης, με μιαν επωδό γεμάτη αναστάσιμη πίστη.
Έπεσε η Πόλις και έλαμψε το Γένος. «Πάντα τὰ ἔνδοξα ἡμῶν κατέπεσαν», θρηνολογεί ο χρονογράφος. Χάθηκαν τα ένδοξα, αλλά προβάλλει η «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», το Γένος. Στον τόπο του θνητού Αυτοκράτορα, ανακηρύσσει ευθύς νέο Αυτοκράτορα, αθάνατο: Τον μαρμαρωμένο Βασιλιά. Και για θρόνο του υψώνει έναν τάφο. Και πού τοποθετεί αυτόν τον ταφόθρονο; Στην βεβηλωμένη της Ορθοδοξίας Ακρόπολη, κάτω από τους θόλους της Αγιά – Σοφιάς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Κυρηναίος του Γένους, σηκώνει τον σταυρό της αιχμαλωσίας. Γι’ αυτό την σημαία του Εικοσιένα κρατά ένας δεσπότης και κάτω απ’ τα «ματωμένα ράσα» γονατισμένοι οι ξακουστοί πολέμαρχοι…
Τι να γράψω για το Εικοσιένα; απορώ και εξίσταμαι. Θυμάμαι εκείνον
τον σπαρακτικότατο ψαλμό του Σολωμού, την «Γυναίκα της Ζάκυθος». «Καὶ
ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι…».
Και τα επόμενα λόγια του ποιητή του Γένους, ένα – ένα αραδιασμένα,
είναι σαν τις ψηφίδες, που συνταίριαζαν οι μεγάλοι μάστοροι του
Βυζαντίου, για να ιστορήσουν το Πάθος: «Καὶ οἱ πλέον πάμφτωχοι
ἐβγάνανε τ’ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους
κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ κλαίοντας».
Σκέφτομαι. Δάσκαλος, εδώ στη Μακεδονία, δίπλα στο υπερφίαλο ξέφτι, που καμώνεται πως είναι κράτος αλεξανδρινό ["Ν": τα Σκόπια], πρέπει να σταλάξω στις καρδιές των μαθητών μου κάτι από εκείνα τα δοξασμένα χρόνια. Ας μείνουν στην άκρη για λίγο οι γραμματικές και οι δεκαδικοί. Ψάχνω κείμενα, άνθη μυρίπνοα των αγωνιστών, για να αναπληρώσω και τα σχολικά ψευτίσματα. Εξάλλου, τέτοιες μέρες – «εθνικής ανατάσεως» τις έλεγαν παλιά – βρίσκουν ευκαιρία τα απολειφάδια του προοδευτισμού, να εξεμέσουν τα δηλητήριά τους. Και μέσα στα σχολεία ιδίως, όπου βάζουν τους μαθητές να τραγουδούν και να απαγγέλουν ειρηνόφιλες, φραγκολεβαντίνικες μουρμούρες. («Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» και όχι οι ειρηνόφιλοι). «Τό κακό θά σᾶς ἒρθει ἀπό τούς διαβασμένους», κανοναρχούσε ο Πατροκοσμάς. Δεν έλεγε μορφωμένους. Ο λαός μας τους διαβασμένους, τους ονόμαζε πολύξερους, ενώ τους μορφωμένους, γνωστικούς.
Ούτε τον «Θούριο» δεν διδάσκουμε πια…. Διαβάζω το «ὡς πότε παλικάρια», για το οποίο γράφει ο Ρίζος Νερουλός, «ἐγὼ ὁ ἴδιος, παριστάμενος κάποτε εἰς μιὰν διασκέδασιν Τούρκων ὑπουργῶν, τοὺς ἤκουσα νὰ διατάσσουν τοὺς Ἕλληνας μουσικοὺς νὰ τραγουδήσουν τὸν Θούριον...ο ἦχος ἤρεσεν τόσον εἰς τοὺς Τούρκους, ὥστε εἶχον ἀποστηθίσει τὰς πρώτας λέξεις χωρὶς νὰ λάβουν ποτὲ περιέργειαν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἔννοιάν των…».
Διασώζει ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Κ. Φωριέλ, στο βιβλίο του «τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος», κάτι το εξαιρετικό. Αξίζει να διαβαστεί:
(Από το περιοδικό «Γνώσεις», εκδ. 1953). «Τὸ 1817 ἕνας φίλος μου ταξίδευε στὴ Μακεδονία μὲ τὴν συνοδεία ἑνὸς καλόγερου. Ὅταν ἔφτασαν σ’ ἕνα χωριό, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν συγκράτησε, σταμάτησαν γιὰ ἀνάπαυση σ’ ἕνα ἀρτοπωλεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν συγχρόνως καὶ τὸ πανδοχεῖο τῆς περιοχῆς. Ἕνα νέο παιδί, ἕνας Ἠπειρώτης, τράβηξε τὴν προσοχή τους. Τὸ παράστημά του ἦταν περήφανο, μὲ ὄψη ἀγέρωχης ὀμορφιᾶς, τοῦ ὁποίου τὰ μπράτσα, οἱ γυμνὲς κνῆμες, τὸ στῆθος, ἔδιναν τὸν τύπο τῆς κομψότητας καὶ τοῦ σφρίγους. Παρατήρησε μὲ προσοχὴ τοὺς δύο ταξιδιῶτες καὶ στρεφόμενος στὸν λαϊκό, τὸν ρώτησε: Ξέρεις νὰ διαβάζεις; Ἐκεῖνος συγκατάνευσε καὶ ὁ νεαρὸς Ἠπειρώτης τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσει σὲ γειτονικὸ ἀγρό. Κάθισαν σ’ ἕναν σωρὸ ἀπὸ πέτρες. Τὸ παιδὶ τότε ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του καὶ ἔβγαλε κάτι, ποὺ ἦταν δεμένο μ’ ἕναν σπάγκο.
Ἦταν ἕνα μικρὸ βιβλίο, ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα. Τὸ δίνει στὸν ξένο καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ τὸ διαβάσει. Ὁ ταξιδιώτης τὸ πῆρε καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἀπαγγέλει μὲ στόμφο. Ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτὰ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος». (Συνεχίζω στην καθαρεύουσα). «Ὁ ἀκροατής του δὲν ἦτο πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Τὸ πρόσωπόν του ἐφαίνετο φλογισμένον καὶ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά του ἀπέδιδον ἔξαρσιν.
Τὰ μισοανοικτά του χείλη ἐδονοῦντο. Χείμαρρος δακρύων ἔπιπτεν ἀπὸ τὰ μάτια του, ἐνῷ τὸ σκιῶδες στῆθος του ἐταράσσετο καὶ συνεσπᾶτο». «Γιὰ πρώτη φορὰ ἀκοῦς νὰ σοῦ διαβάζουν τὸ βιβλιαράκι αὐτό; ρωτᾶ ὁ ταξιδιώτης. Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ σκουπίζοντας τὰ μάτια του μὲ τὴν ἀνάστροφη τῆς παλάμης του. Τὸ ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορές. Παρακαλῶ τοὺς διαβάτες καὶ μοῦ τὸ διαβάζουν συχνά... Καὶ πάντοτε κλαῖς; Ναί, πάντοτε…» Τι να πεις γι’ αυτό το ανεκλάλητο μεγαλείο; Το Γένος με δάκρυα στα μάτια, κάνοντας το σταυρό του, αξιώθηκε την ελευθερία του.
«Ἦταν μιὰ ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ τὸ καθισιό μου ἦταν ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰν τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν. Καὶ ἐπῆρα ἕνα δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μὲ ἑφτὰ ἀνιψίδια μου, ἐγινήκαμε ἐννιά, καὶ τὸ ἄλογό μου δέκα∙ ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς ντουφέκι». Εννιά και ένα άλογο, άοπλοι, με την ευχή της Παναγίας, εκάμαμε την Επανάσταση, γράφει ο Κολοκοτρώνης.
Και πάλι δάκρυα για την… Ελλάς. Τι εκπληκτικό! Από την οιμωγή της Άλωσης, «σώπασε Κυρά- Δέσποινα», μέχρι την αγιασμένη Επανάσταση, το Γένος «πολυδακρύζει», έτσι όπως του δίδασκαν οι Γεροντάδες του. «Ὁ βουλόμενος ἀναστῆναι...οφείλει δάκρυσι καὶ στεναγμοῖς...νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν ζητεῖν την τοῦ Θεοῦ βοήθειαν καὶ θείαν ἀντίληψιν». («Φιλοκαλία», τομ. Α΄). Αυτά τα δάκρυα μας έσωσαν.
Υπάρχουν κι άλλα, πικροδάκρυα, για τις σημερινές προκοπές μας. Είναι του Σολωμού. Θρήνος και παραίνεση μαζί. Γράφει το 1842 σε γράμμα του στον Τερτσέτη, τη μέρα του Ευαγγελισμού, λόγια που εξεικονίζουν και τη σημερινή Ελλάδα:
«Εἶναι εἴκοσι ἕνα χρόνια ποὺ σὰν σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες. Ἡ μέρα αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι μέρα γιὰ χαρὰ καὶ γιὰ δάκρυα. Χαρὰ γιὰ τὰ μελλούμενα, δάκρυα γιὰ τὴν σκλαβιά την περασμένη. Καὶ γιὰ τὸ σήμερα τί νὰ πῶ; Ἡ διαφθορὰ εἶναι τόσο γενικὴ κι ἔχει ρίζες τόσο βαθιὲς ποὺ σὲ κάνει νὰ σαστίζεις. Μόνο ὅταν τὰ αἴτια τῆς διαφθορᾶς ἐξολοθρευτοῦν πέρα ὡς πέρα, θὰ μπορέσουμε νά ‘χουμε μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση.
Τότε τὸ μέλλον μας θὰ εἶναι μεγάλο, ὅταν ὅλα στηριχτοῦν στὴν ἠθική, ὅταν θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη, ὅταν τὰ γράμματα καλλιεργηθοῦν ὄχι γιὰ μάταιη ἐπίδειξη, παρὰ γιὰ ὄφελος τοῦ λαοῦ, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παιδεία καὶ ἀπὸ μόρφωση ἐθνική. Τότε θὰ ἔχουμε – ἢ μᾶλλον θὰ ἔχουν τὰ παιδιά μας – μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας θὰ εἶναι μεγάλο».
Προσκυνητής
Ποίημα Ἰωάννου Μοναχοῦ [τοῦ Δαμασκηνοῦ]
Τι είναι οι κανόνες (το λογοτεχνικό - υμνογραφικό είδος) δείτε εδώ παρακαλώ.
ᾨδὴ α' Ἦχος δ' Ὁ Εἱρμὸς.
«Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τήν Σύλληψιν».
ᾈδέτω σοι Δέσποινα, κινῶν τὴν λύραν τοῦ Πνεύματος, Δαυῒδ ὁ Προπάτωρ σου· Ἄκουσον θύγατερ, τὴν χαρμόσυνον, φωνὴν τὴν τοῦ Ἀγγέλου· χαρὰν γὰρ μηνύει σοι, τὴν ἀνεκλάλητον.
Ὁ Ἄγγελος
Βοῶ σοι γηθομενος· κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσχες μοι, Θεοῦ καταγγέλλοντι, σύλληψιν ἄσπορον· εὗρες χάριν γάρ, ἐνώπιον Κυρίου, ἣν εὗρεν οὐδέποτε, ἄλλη τις Πάναγνε.
Ἡ Θεοτόκος
Γνωσθήτω μοι Ἄγγελε, τῶν σῶν ῥημάτων ἡ δύναμις, πῶς ἔσται ὃ εἴρηκας; λέγε σαφέστατα, πῶς συλλήψομαι, Παρθένος οὖσα Κόρη; πῶς δὲ καὶ γενήσομαι, Μήτηρ τοῦ Κτίστου μου;
Ὁ Ἄγγελος
Δολίως με φθέγγεσθαι, διαλογίζῃ ὡς ἔοικε· καὶ χαίρω θεώμενος, τὴν σὴν ἀσφάλειαν, θάρσει Δέσποινα· Θεοῦ γὰρ βουλομένου, ῥαδίως περαίνεται, καὶ τὰ παράδοξα.
Καταβασία.
Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τήν Σύλληψιν.
ᾨδὴ γ' Ὁ Εἱρμὸς.
«Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους, Θεοτόκε, ἡ ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον· κἂν τῇ σεπτῇ Συλλήψει σου, στεφάνων δόξης ἀξίωσον».
Ἡ Θεοτόκος
Ἐξέλιπεν Ἄρχων ἐξ Ἰούδα, ὁ χρόνος ἐφέστηκε λοιπόν, καθ' ὃν ἀναφανήσεται, ἡ τῶν ἐθνῶν ἐλπὶς ὁ Χριστός, σὺ δὲ πῶς τοῦτον τέξομαι, Παρθένος οὖσα, σαφήνισον.
Ὁ Ἄγγελος
Ζητεῖς παρ' ἐμοῦ γνῶναι Παρθένε, τὸν τρόπον συλλήψεως τῆς σῆς, ἀλλ' οὗτος ἀνερμήνευτος· τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον, δημιουργῷ δυνάμει σοι, ἐπισκιάσαν ἐργάσεται.
Ἡ Θεοτόκος
Ἡ ἐμὴ Προμήτωρ δεξαμένη, τὴν γνώμην τοῦ ὄφεως τρυφῆς, τῆς θείας ἐξωστράκισται· διὸ περ κἀγὼ δέδοικα, τὸν ἀσπασμὸν τὸν ξένον σου, εὐλαβουμένη τὸν ὄλισθον.
Ὁ Ἄγγελος
Θεοῦ παραστάτης ἀπεστάλην, τὴν θείαν μηνύσων σοι βουλήν, τὶ με φοβῇ Πανάμωμε, τὸν μᾶλλόν σε φοβούμενον, τὶ εὐλαβῇ με Δέσποινα, τὸν σὲ σεπτῶς εὐλαβούμενον;
Καταβασία.
Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους, Θεοτόκε, ἡ ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον· κἂν τῇ σεπτῇ Συλλήψει σου, στεφάνων δόξης ἀξίωσον.
ᾨδὴ δ' Ὁ Εἱρμὸς.
«Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου».
Ἡ Θεοτόκος
Ἱεράν τινα Παρθένον, τεξομένην ἀκήκοα, τοῦ Προφήτου πάλαι, τὸν Ἐμμανουὴλ προθεσπίσαντος, ἐπιποθῶ δὲ τοῦ γνῶναι, πῶς Θεότητος, τὴν ἀνάκρασιν, φύσις βροτῶν ὑποστήσεται;
Ὁ Ἄγγελος
Κατεμήνυσεν ἡ βάτος, ἀκατάφλεκτος μείνασα, δεξαμένη φλόγα, Κεχαριτωμένη ἀνύμφευτε, τοῦ κατὰ σὲ Μυστηρίου τὸ ἀπόρρητον· μετὰ τόκον γάρ, μενεῖς Ἁγνή, ἀειπάρθενος.
Ἡ Θεοτόκος
Λαμπρυνόμενος τῷ φέγγει, τοῦ Θεοῦ παντοκράτορος, ἀληθείας κήρυξ, λέγε, Γαβριήλ, ἀληθέστατα, πῶς, ἀκηράτου μενούσης τῆς ἁγνείας μου; Λόγον τέξομαι, μετὰ σαρκὸς τὸν ἀσώματον.
Ὁ Ἄγγελος
Μετὰ δέους σοι ὡς δοῦλος, τῇ Κυρίᾳ παρίσταμαι, μετὰ φόβου Κόρη, νῦν κατανοεῖν εὐλαβοῦμαί σε, ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον καταβήσεται, ἐπὶ σὲ Λόγος, ὁ τοῦ Πατρός ὡς ηὐδόκησε.
Καταβασία.
Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.
ᾨδὴ ε' Ὁ Εἱρμὸς.
«Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα».
Ἡ Θεοτόκος
Νοεῖν σου οὐ δύναμαι, τῶν λόγων τὴν ἀκρίβειαν· θαύματα γὰρ γέγονε πολλάκις, θείᾳ δυνάμει τερατουργούμενα, σύμβολα καὶ τύποι νομικοί, τέτοκε Παρθένος δέ, ἀπειράνδρως οὐδέποτε.
Ὁ Ἄγγελος
Ξενίζῃ Πανάμωμε· καὶ ξένον γὰρ τὸ θαῦμά σου· μόνη γὰρ τὸν πάντων Βασιλέα, δέξῃ ἐν μήτρᾳ σαρκωθησόμενον, καὶ σὲ προτυποῦσι Προφητῶν, ῥήσεις καὶ αἰνίγματα, καὶ τοῦ Νόμου τὰ σύμβολα.
Ἡ Θεοτόκος
Ὁ πᾶσιν ἀχώρητος, καὶ πᾶσιν ἀθεώρητος, πῶς οὗτος δυνήσεται Παρθένου, μήτραν οἰκῆσαι, ἣν αὐτὸς ἔπλασε; πῶς δὲ καὶ συλλήψομαι Θεόν, Λόγον τὸν συνάναρχον, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι;
Ὁ Ἄγγελος
Πρὸς τὸν σὸν Προπάτορα, Δαυῒδ ἐπαγγειλάμενος, θήσειν ἐκ καρποῦ τοῦ τῆς κοιλίας, ἐπὶ τὸν θρόνον τῆς Βασιλείας αὐτοῦ, τὴν τοῦ Ἰακὼβ σε καλλονήν, μόνην ἐξελέξατο, λογικὸν ἐνδιαίτημα.
Καταβασία.
Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν ἐπὶ παντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα.
ᾨδὴ ς' Ὁ Εἱρμὸς.
«Ἐβόησε, προτυπῶν τὴν ταφὴν τὴν τριήμερον, ὁ Προφήτης, Ἰωνᾶς ἐν τῷ κήτει δεόμενος· Ἐκ φθορᾶς με ῥῦσαι, Ἰησοῦ Βασιλεῦ τῶν δυνάμεων».
Ἡ Θεοτόκος
Ῥημάτων σου, τὴν φωνὴν Γαβριήλ, τὴν χαρμόσυνον, δεξαμένη, εὐφροσύνης ἐνθέου πεπλήρωμαι· χαρὰν γὰρ μηνύεις, καὶ χαρὰν καταγγέλλεις τὴν ἄληκτον.
Ὁ Ἄγγελος
Σοὶ δέδοται, ἡ χαρὰ Θεομῆτορ ἡ ἔνθεος, σοὶ τὸ Χαῖρε, πᾶσα κτίσις κραυγάζει Θεόνυμφε· σὺ γὰρ μόνη Μήτηρ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προωρίσθης Ἁγνή.
Ἡ Θεοτόκος
Τῆς Εὔας νῦν, δι ἐμοῦ καταργείσθω κατάκριμα, ἀποδότω, δι' ἐμοῦ τὸ ὀφείλημα σήμερον, δι' ἐμοῦ τὸ χρέος, τὸ ἀρχαῖον δοθήτω πληρέστατον.
Ὁ Ἄγγελος
Ὑπέσχετο, ὁ Θεός, Ἀβραὰμ τῷ προπάτορι, εὐλογεῖσθαι, ἐν τῷ σπέρματι τούτου τὰ Ἔθνη Ἁγνή· διὰ σοῦ δὲ πέρας, ἡ ὑπόσχεσις δέχεται σήμερον.
Καταβασία.
Ἐβόησε, προτυπῶν τὴν ταφὴν τὴν τριήμερον, ὁ Προφήτης, Ἰωνᾶς ἐν τῷ κήτει δεόμενος· Ἐκ φθορᾶς με ῥῦσαι, Ἰησοῦ Βασιλεῦ τῶν δυνάμεων.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε· Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὁ Οἶκος.
Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα.
· Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει, χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
· Χαῖρε, τοῦ πεσόντος , Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις, χαῖρε τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
· Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς, χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
· Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
· Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον, χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
· Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις, χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Συναξάριον.
Τῇ ΚΕ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Στίχοι.
· Ἤγγειλεν Υἱὸν Ἄγγελος τῇ Παρθένῳ,
· Πατρὸς μεγίστης Βουλῆς μέγαν.
· Γήθεο τῇ Μαρίῃ ἔφατ' Ἄγγελος εἰκάδι πέμπτῃ.
Καὶ ἅμα τῷ λόγῳ τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ αὐτῆς, συνέλαβεν ὑπερφυῶς ἐν τῇ ἀχράντῳ γαστρὶ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αιῶνας. Ἀμήν.
ᾨδὴ ζ' Ὁ Εἱρμὸς.
«Οὐκ ἐλάτρευσαν, τῇ κτίστει οἱ Θεόφρονες, παρὰ τὸν κτίσαντα, ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».
Ἡ Θεοτόκος
Φῶς τὸ ἄϋλον, μηνύων ὕλῃ σώματος, ἑνωθησόμενον, δι' εὐσπλαγχνίαν πολλήν, φαιδρὸν Εὐαγγέλιον, θεῖα κηρύγματα, νῦν κραυγάζεις μοι· Εὐλογημένος Πάναγνε, ὁ καρπὸς τῆς σῆς κοιλίας.
Ὁ Ἄγγελος
Χαῖρε δέσποινα, Παρθένε χαῖρε πάναγνε, χαῖρε δοχεῖον Θεοῦ, χαῖρε λυχνία φωτός, Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις, Εὔας ἡ λύτρωσις, ὄρος ἅγιον, περιφανὲς ἁγίασμα, καὶ νυμφὼν ἀθανασίας.
Ἡ Θεοτόκος
Ψυχὴν ἥγνισε, καὶ σῶμα καθηγίασε, ναὸν εἰργάσατο, χωρητικὸν με Θεοῦ, σκηνὴν Θεοκόσμητον, ἔμψυχον τέμενος, ἡ ἐπέλευσις, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ ζωῆς ἁγνὴν Μητέρα.
Ὁ Ἄγγελος
Ὡς πολύφωτον, λαμπάδα καὶ θεότευκτον, παστάδα βλέπω σε, νῦν ὡς χρυσῆ Κιβωτός, τοῦ Νόμου τὸν πάροχον, δέχου Πανάμωμε, εὐδοκήσαντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων ῥύσασθαι, διὰ σοῦ φθαρτὴν οὐσίαν.
Καταβασία.
Οὐκ ἐλάτρευσαν, τῇ κτίστει οἱ θεόφρονες, παρὰ τὸν κτίσαντα, ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Ἱστέον ὅτι αὗται αἱ β' ᾠδαὶ περιέχουσιν Ἀκροστιχίδα τὴν κατὰ Ἀλφάβητον, ἡ μὲν η' ὀρθῶς, ἡ δὲ θ' ἀντιστρόφως.
ᾨδὴ η' Ὁ Εἱρμὸς.
Ὁ Ἄγγελος.
«Ἄκουε Κόρη Παρθένε ἁγνή, εἰπάτω δὴ ὁ Γαβριήλ, Βουλὴν Ὑψίστου ἀρχαίαν ἀληθινήν. Γενοῦ πρὸς ὑποδοχὴν ἑτοίμη Θεοῦ· διὰ σοῦ γὰρ ὁ ἀχώρητος, βροτοῖς ἀναστραφήσεται· διὸ καὶ χαίρων βοῶ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον».
Ἡ Θεοτόκος
Ἔννοια πᾶσα ἡττᾶται βροτῶν, ἀντέφησεν ἡ Παρθένος. Ζητοῦσα ἅπερ μοι φθέγγῃ παράδοξα.Ἥσθην σου τοῖς λόγοις, ἀλλὰ δέδοικα, θαμβηθεῖσα μὴ ἀπάτῃ με, ὡς Εὔαν πόρρω πέμψῃς Θεοῦ, ἀλλ' ὅμως ἴδε βοᾷς· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Ὁ Ἄγγελος
Ἴδε σοι τὸ ἄπορον λέλυται, φησὶ πρὸς ταῦτα ὁ Γαβριήλ· Καλῶς γὰρ ἔφης τὸ πρᾶγμα δυστέκμαρτον. Λόγοις σῶν χειλέων πειθαρχοῦσα λοιπόν. Μὴ ἀμφίβαλλε ὡς πλάσματι, ὡς πράγματι δὲ πίστευε, ἐγὼ γὰρ χαίρων βοῶ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Ἡ Θεοτόκος
Νόμος οὗτος θεόθεν βροτοῖς, ἡ ἄμεμπτος αὖθις φησί, Ξυνοῦ ἐξ ἔρωτος τόκον προέρχεσθαι. Οὐκ οἶδα συζύγου παντελῶς ἡδονήν. Πῶς οὖν λέγεις ὅτι τέξομαι; φοβοῦμαι μὴ ἀπάτῃ λαλῇς, ἀλλ᾽ ὅμως ἴδε βοᾷς· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Ὁ Ἄγγελος
Ῥήματα ἅπερ μοι φθέγγῃ Σεμνή, ὁ Ἄγγελος πάλιν βοᾷ. Συνήθους πέλει λοχείας ἀνθρώπων θνητῶν, τὸν ὄντως Θεὸν σοι ἐπαγγέλλομαι. Ὑπὲρ λόγον τε καὶ ἔννοιαν, σαρκούμενον ὡς οἶδεν ἐκ σοῦ· διὸ καὶ χαίρων βοῶ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Ἡ Θεοτόκος
Φαίνῃ μοι ἀληθείας ῥήτωρ, κατέθετο ἡ Παρθένος· Χαρᾶς κοινῆς γὰρ ἐλήλυθας Ἄγγελος. Ψυχὴν οὖν ἐπεὶ καθήγνισμαι Πνεύματι. Ὡς τὸ ῥῆμά σου γενέσθω μοι· σκηνούτω ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός, πρὸς ὃν βοῶ μετὰ σοῦ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Καταβασία.
Ἄκουε Κόρη Παρθένε ἁγνή, εἰπάτω δὴ ὁ Γαβριήλ, Βουλὴν Ὑψίστου ἀρχαίαν ἀληθινήν. Γενοῦ πρὸς ὑποδοχὴν ἑτοίμη Θεοῦ· διὰ σοῦ γὰρ ὁ ἀχώρητος, βροτοῖς ἀναστραφήσεται· διὸ καὶ χαίρων βοῶ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
ᾨδὴ θ'.
Μ ε γ α λ υ ν ά ρ ι ο ν.
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Ἀλφάβ. ἀντιστρόφως, Ὁ Εἱρμὸς.
«Ὡς ἐμψύχῷ Θεοῦ κιβωτῷ, ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων. Χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως· Φωνὴν τοῦ Ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ».
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Ὑπὲρ ἔννοιαν συλλαβοῦσα Θεόν, τῆς φύσεως θεσμοὺς ἔλαθες Κόρη. Σὺ γὰρ ἐν τῷ τίκτειν τὰ μητέρων διέδρας. Ῥευστὴ φύσις περ καθεστηκυῖα· ὅθεν ἐπαξίως ἀκούεις· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Πῶς πηγάζεις γάλα Παρθένε ἁγνὴ; Οὐ φέρει ἐξειπεῖν γλῶσσα βροτεία· Ξένον γὰρ φύσεως ἐπιδείκνυσαι πρᾶγμα. Νομίμου γονῆς ὅρους ὑπερβαῖνον· ὅθεν ἐπαξίως ἀκούεις· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Μυστικῶς ταῖς ἱεροτεύκτοις Γραφαῖς, Λαλεῖται περὶ σοῦ, Μῆτερ Ὑψίστου. Κλίμακα γὰρ πάλαι Ἰακὼβ σε προτυποῦσαν· Ἰδὼν ἔφη· Βάσις Θεοῦ αὕτη· ὅθεν ἐπαξίως ἀκούεις· Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Θαυμαστὸν τῷ Ἱεροφάντῃ Μωσεῖ· Ἡ βάτος καὶ τὸ πῦρ ἔδειξε τέρας. Ζητῶν δὲ τὸ πέρας εἰς διάβασιν χρόνου. Ἐν Κόρῃ ἁγνῇ, ἔφη, κατοπτεύσω· ᾗ ὡς Θεοτόκῳ λεχθείη· Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Δανιὴλ σε ὄρος καλεῖ νοητόν· Γεννήτριαν Θεοῦ ὁ Ἡσαΐας· Βλέπει δὲ ὡς πόκον Γεδεών, ὁ Δαυῒδ δέ, Ἁγίασμα φάσκει, πύλην δὲ σε ἄλλος· ὁ δὲ Γαβριὴλ σοι κραυγάζει· Χαῖρε κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Οἱ εἰκόνες στὴν ἐκκλησία καί στά σπίτια μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες γιατί, ἐκτός ἀπό τούς ἄλλους λόγους, μᾶς ὑπενθυμίζουν πώς οἱ ἅγιοι εἶναι ἀθάνατοι.
«Πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Λουκ. κ' 38), ὅπως εἶπε ὁ Κύριος. Ζοῦν «ἐν Θεῷ», μᾶς ἀκοῦνε καί μᾶς βοηθοῦν.
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης
(Η εν Χριστώ ζωή μου – Τόμος Γ΄ σελ. 101)
πηγή
Τότε εἴμαστε ὀρθόδοξοι, τότε ἔχουμε πνεῦμα ὀρθοδοξίας, τότε ζοῦμε ὀρθόδοξα.
Ὀρθοδοξία σημαίνει ὄχι ἁπλῶς ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός καί ἔρχεται νά σώσει τόν ἄνθρωπο θεωρητικά.
Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί κάθε πιστός γίνεται τελικά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι σώζεται. Καθώς ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε εὐθύς ἐξαρχῆς κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, καλεῖται τώρα, μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἑνούμενος μέ τόν Χριστό, νά φθάσει στό καθ᾿ ὁμοίωσιν.
Ὅταν ἀρχίζει νά σέ φωτίζει ὁ Θεός, καθώς βέβαια θά δεῖ τήν ἀνταπόκρισή σου, τόν καημό σου, σέ κάνει νά μή χορταίνεις τήν ἀλήθειά του, τό Εὐαγγέλιό του, τίς ἐντολές του· ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια τήν τυπική –«τό εἶπε αὐτό ὁ Κύριος, καί πρέπει νά τό κάνω»– ἀλλά καί γιατί στίς ἐντολές βρίσκεις ὄντως τόν Θεό.
Βρίσκεις τόν δρόμο πού σέ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ζωή, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε εἴμαστε ὀρθόδοξοι, τότε ἔχουμε πνεῦμα ὀρθοδοξίας, τότε ζοῦμε ὀρθόδοξα.
π.Συμεών Κραγιόπουλου